νάμασι

νάμασι
νά̱μασι , νᾶμα
anything flowing
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενθάπτω — (AM ἐνθάπτω) θάβω, ενταφιάζω, χώνω στη γη μσν. μτφ. κρύβω μέσα σε κάτι («τὴν φλογερὰν τῶν ἀνθρώπων ἁμαρτίαν ἀναλαβών ἐνθάπτει Ἰορδάνου τοῑς νάμασι», Μηναία) …   Dictionary of Greek

  • νάμα — και ανάμα, το (ΑΜ νᾱμα, Μ και νᾱμαν) νερό που αναβλύζει από πηγή (α. «να γεμίζουν εν αγγείον νερόν... από το πλούσιον νάμα τού Προφήτου Ηλιού», Παπαδιαμ. β. «Κασταλίας τε νᾱμα», Σοφ.) 2. (κατ επέκτ.) πηγή, βρύση 3. (γενικά) οτιδήποτε ρέει ή… …   Dictionary of Greek

  • ναμασιπήξ — ναμασιπήξ, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει πήξει, που έχει κρυσταλλωθεί μετά από εξάτμιση τού νερού («ἃλς ναμασιπήξ», Αγλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δοτ. πληθ. νάμασι τής λ. νάμα «νερό πηγής» (πρβλ. ναυσί πομπος»), + πηξ (< πήγνυμι), πρβλ. κρυσταλλο… …   Dictionary of Greek

  • περιβλύζω — και περιβλύω Α 1. πηγάζω, αναβλύζω ολόγυρα («γῆ... νάμασι περιβλύζουσα» γη που πλημμυρίζει από νερά, Αριστοτ.) 2. συντελώ στο να αναβλύσει κάτι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βλύζω / βλύω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”